Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Πέμπτη 28 Μαρτίου σήμερα.....

Σάββατο 6 Φεβρουαρίου 2016

ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΣ -ΣΟΥΒΑΛΑ ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ. ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΣΕΛΙΔΕΣ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ. Η Σουβαλιώτισσα Αρετή Π. Κατοίκου θυμάται....."Απ' τον κούρο στο σκουτί".


...Ψέναμε  και  κανά  σφάγιο  και  όταν  τελειώναμε, τρώγαμε, πίναμε  και  χορεύαμε....

"Γ"

Φεβρουάριος . Ημερολόγιο  Λαογραφικού  Συλλόγου  Πολυδρόσου  2009. Οι  Σουβαλιώτισσες  θυμούνται,  η  Βασιλική Χριστοπούλου  Μερτζάνη τις  καταγράφει  στο εξαιρετικό, συλλεκτικό βιβλίο της  "Μια Σουβαλιώτισσα θυμάται"(2002) και  εμείς  κάθε  μήνα  σας  τα  παρουσιάζουμε "περιποιημένα". Η σημερινή  μας παρουσίαση  συνοδεύεται  από 4 παλιά  Δημοτικά  τραγούδια , στίχους  των  οποίων  απήγγειλε  η  αφηγήτρια, καθώς  και  από βίντεο σχετικά  με  τον  κούρο, το επάγγελμα του γανωτή, το  κοσιμάρι (κοσμάρ'), το γνέσιμο του μαλλιού , τον αργαλειό  και  τα  υφαντά. 

Αφηγείται η  Αρετή  Π. Κατοίκου, την οικογένεια  της  οποίας   ευχαριστούμε για  το  φωτογραφικό υλικό  που  μας  παραχώρησε.

Βγαίνοντας  ο  Μάης  κουρεύαμε  τα  πρόβατα με  μεγάλα  ψαλίδια  που  τα  λέγαμε  "κουροψάλιδα".  Κάναμε  δανεικαριές, μαζευόμαστε.....

πότε  στον  ένα  πότε  στον  άλλο  τσοπάνο. Ψέναμε  και  κανά  σφάγιο  και  όταν  τελειώναμε, τρώγαμε  , πίναμε  και  χορεύαμε.




Το  κρασί  το  βάζαμε  στις "τσίτσες", ξύλινα  στρογγυλά  δοχεία  από  χοντρή  φλούδα  πεύκου.


Είχαν  κεντήδια  απέξω , στρογγυλό  στενό  λαιμό  και  μια  τρύπα  στην  άκρη, τη  "βιγλίτσα" για  να  παίρνει  αέρα  και  να  τρέχει  καλύτερα  το  κρασί  από  στόμα  σε  στόμα.
Το  βούλωμα της  βιγλίτσας  και  της  τσίτσας  ήταν  από  ξύλο. Τρώγαμε  "κοσμάρ"τρυφερό  τυρί λιωμένο  και  ανακατεμένο με  αλεύρι  μπομπότα , μέσα  από  "κουτλάδια" (χαλκοματένια δοχεία  με  χερούλι  που  τα γανώναμε δυο  φορές  το  χρόνο) και  καμιά  πίτα.


Οικογενειακή φωτογραφία

ΠΩΣ ΓΙΝΕΤΑΙ  ΤΟ ΚΟΣΙΜΑΡΙ(ΚΟΣΜΑΡ') ΑΠΟ ΚΑΤΟΙΚΟΥΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ"ΣΤΥΛΙΑ ΝΑΥΠΑΚΤΙΑΣ" ΣΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ "ΠΥΛΗΝΙΩΝ ΠΟΙΜΕΝΙΚΟΣ ΒΙΟΣ" 2006.




      ΓΑΝΩΤΗΣ * ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΑ  ΠΟΥ  ΧΑΝΟΝΤΑΙ  ΣΤΟ  ΧΡΟΝΟ.



Μόλις  κουρεύανε  το  κάθε  πρόβατο  τα  μαλλιά  τα  στρίβανε, τα  κομποθιάζανε  και  τα  πετάγανε σε  μια  βελέντζα.
Σε  μερικούς  χτούραγε  πολύ  ο  κούρος. Ο  Γιώργος  ο  Κολοκύθας  ήταν  γρήγορο  ψαλίδι, δύο πρόβατα  εκείνος  ένα  οι  άλλοι. 

                       ΚΟΥΡΟΣ  ΣΤΗ  ΣΟΥΒΑΛΑ  ΠΑΡΝΑΣΣΟΥ

 ΚΟΥΡΟΣ  ΠΡΟΒΑΤΩΝ  ΣΤΟ  ΝΕΟ  ΠΕΡΙΒΟΛΙ  ΛΑΡΙΣΑΣ



Τα μαλλιά  τα  βάζαμε  σε  τσουβάλια  , τα  φορτώναμε  στα  ζά και  τα  κατεβάζαμε  στο  χωριό. Ανάβαμε  φωτιά  στο  καζάνι  και  τα  βάζαμε  ένα  - ένα  κομμάτι  σε  καυτό  νερό., τα  γυρίζαμε  μ' ένα  μακρύ  ξύλο  και  τα  κοπανάγαμε  στην  κουρίτα.




Με τα εγγόνια της

 Δυο  φορές  ζεμάτισμα  και  κοπάνισμα  το  καθένα. Ύστερα  τα  βάζαμε  σε  κόφες (κοφίνια) , στραγγίζανε , φορτώναμε  τις  κόφες  στα  ζά  και  πηγαίναμε  στο  ποτάμι , στον  Πόρο  , στο Πατερό, όπου  είχε  άπλα. Φτιάχναμε  γούρνα  με  λιθάρια και  τα  ξεβγαίναμε  μέχρι  να  ξαστερώσει  το  νερό. Μέσα  στις  κόφες  πάλι  τα  γυρίζαμε  στο  χωριό  και  τ' απλώναμε  στο  χαγιάτι , στην  αυλή  , να  στεγνώσουν  καλά.
Πιάναμε  ύστερα  το  ξάσιμο. 

                      ΦΩΤΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟΣ ΠΟΛΥΔΡΟΣΟΥ

Ανοίγαμε  με  τα  χέρια  τα  μαλλιά  και  ύστερα  τα  περνάγαμε   από  λανάρια, το χοντρό  και  ψιλό  λανάρι. Το  λανάρι  ήταν  τετράγωνο  ξύλο σαν  καρέκλα με  όρθια  σύρματα , ύστερα  φτιάχναμε  τη  τζούπα . 


Γυρίζαμε  δηλαδή  το  μαλλί  σαν  στρογγυλή  μπάλα , όχι  σφιχτή  και  τη  δέναμε  στην  πλάκα  της  ρόκας. Με  το αριστερό κρατάγαμε τη  ρόκα, με  το  δεξί  στρίβαμε  τη  κλωστή και  τη  γυρίζαμε  στο  αδράχτι,  ψιλό  γνέμα (κλωστή)  για  στιμόνι, χοντρό  για  υφάδι.

                                    ΤΟ ΓΝΕΣΙΜΟ ΤΟΥ ΜΑΛΛΙΟΥ



Ιδιάζαμε  τα  γνέματα  στη  διάστρα,  μετράγαμε  τις  οργιές πάνω - κάτω στις  πρόκες που  ήταν  καρφωμένες  στο  χώμα και  τα  τυλίγαμε  στο  αντί (εξάρτημα  του  αργαλειού). 



Από  το  αντί  πέρναμε  κλωστές  και  τις  περνάγαμε  στα  μιτάρια και  το  χτένι ήταν  έτοιμο  για  τον  αργαλειό.
Το  υφάδι  το  βάζαμε σε  μασούρια  στο  μαγγάνι και  το  μασούρι  στη  σαίτα.


     ΑΠΟ ΤΟ ΜΑΛΛΙ ΣΤΟΝ ΑΡΓΑΛΕΙΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΥΦΑΝΤΟ



Περνάγαμε  τη  σαίτα  στο  υφάδι  μια  με  ένα  χέρι  και  μια  με  το  άλλο, πατάγαμε  τις  πατίθρες  του αργαλειού σε  κάθε  πέρασμα  της  σαίτας  και  κοπανάγαμε με  το  ξυλόχτενο  το  υφάδι. Το  σκουτί  για  τις  πατατούκες  το  πηγαίναμε  στο  μαντάμι  και  τις  γινομένες  στη  νεροτριβή.









Τα  χρωματιστά  σκουτιά  τα  βάφαμε με  φύλλα  και  ρίζες. Μαζεύαμε λάπαθα, τα στουμπάγαμε, τα βράζαμε  στο  καζάνι, ρίχναμε  μέσα το σκουτί το λαπαθιάζαμε  και γινότανε  ανοιχτό  μπέζ.  Τη  σαριά, το  σκούρο  νερό  που  έμενε  από  το  πλύσιμο  των  μαλλιών  και  μύριζε  άσχημα, το  βάζαμε  σε  χαμηλή  φωτιά, βάζαμε  λουλάκι σε  σακουλάκια, τα  λιώναμε  στη  σαριά  και  αφήναμε  μέσα  το  σκουτί  οκτώ  μέρες. Ύστερα  τα  περνάγαμε  στην  αλισίβα και  γινότανε  ένα  βαθύ  μπλέ.



Με φύλλα καναπίτσας  βάφαμε  τα  πράσινα. Στουμπάγαμε και  βράζαμε  τη  ρίζα  από  το  ριζάρι που  φύτρωνε  στην  απάνω  Σουβάλα και  βάφαμε τα  κόκκινα. Τα  χρώματα  αυτά  δεν  ξεθώριαζαν  ποτέ.
Θυμάμαι  και  λίγα  στιχάκια από  τα  τραγούδια που  έλεγε  η  μάνα  μου  όταν  έγνεθε  και  ύφαινε, λέει  η  θειά  Αρετή και  απαγγέλει 4 στιχάκια από τα  Δημοτικά  τραγούδια..."Με γέλασε  μια  χαραυγή" ,  "Τι έχουν  της  Γκούρας  τα  βουνά" , "Παιδιάμ' σαν  θέλτε  λεβεντιά" και  "Του  κύρ  βοριά".
Εμείς  βρήκαμε  τα  τραγούδια  και  σας  τα  παρουσιάζουμε πρωτότυπα  ή  σε  παραλλαγές και όλα σε  σπάνιες  εκτελέσεις  μαζί  με  τους  στίχους  τους.



Με γέλασε μία χαραυγή τ' αστρί και το φεγγάρι

και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια

κι ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν,
βλέπω τα 'λάφια να βοσκούν τ' αγρίμια ν' αρουλιώνται
και μία λαφίνα ταπεινή δεν πάει κοντά με τ' άλλα,
όλο τ' απόσκια περπατεί, τ' απόζερβ' αγναντεύει
κι όπου βρει γάργαρο νερό θολώνει το και πίνει
κι όπου βρει μαύρο κούτσουρο, κάθεται να μιλήσει
κι όπου βρει μαύρο κάψαλο κάθεται να βοσκήσει
κι ο Ήλιος την ερώτησε κι ο Ήλιος τη ρωτάει.
Γιατί λαφίνα ταπεινή δεν πας κοντά με τ' άλλα;
Μόνο τ απόσκια περπατείς τ' απόζερβ' αγναντεύεις
κι όπου βρεις γάργαρο νερό, θολώνεις το και πίνεις;
Ήλιε μου σα με ρώτησες θα σου το μολογήσω.
Δώδεκα χρόνους έκανα στέρφη χωρίς ελάφι
κι από τους δώδεκα κι εμπρός εγέννησα λαφάκι
κι εκεί που βγήκε ο κυνηγός να λαφοκυνηγήσει
το 'βρε που βοσκε μοναχό, ρίχνει και το σκοτώνει.
Ο Ήλιος τότε δάκρυσε, κι έσβησε το φεγγάρι
κι οι λαγκαδιές κι οι ρεματιές βαριά αναστενάξαν.
Κλάψε με μάνα κλάψε με, με Ήλιο με Φεγγάρι



Τι έχουν της Γούρας τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;
Μην άνεμος τα πολεμάει, μήνα βροχή τα δέρνει;
Ουδ’ άνεμος τα πολεμάει κι ουδέ βροχή τα δέρνει,
Από της Τουρκιάς τα κλάμματα κι από τα μοιρολόγια
Ο Κοντογιάννης πολεμά χειμώνα καλοκαίρι
Πασάδες τρεις τον πολεμούν πασάδες τρεις τον κλειούν.
Και πάντα αυτός τους απατάει και πάντα τους ξεφεύγει.
Σφάζει τους Τούρκους σαν αρνιά, σαν τα παχειά κριάρια
Μοιργιολογούν οι Τούρκισες και χύνουν μαύρα δάκρυα
Κλαίει και μια χανούμισα μέσα στο Πατραζήκι
Της σκότωσαν τον άνδρα της τον πολυαγαπημένο
Κι ερήμαξαν τα σπήτια του τα μαύρα του σεράγια
Από βραδής μοιργιολογάει και το ταχύ το λέγει
Ανάθεμά σε κλεφτουριά και σένα Κοντογιάννη
Οπ’ έσφαξες το μπέη μου τον άνδρα το δικό μου
Και χήρα με κατάντησες τριών χρονών νυφούλα.



Παιδιά μ’ σαν θέλτε λεβεντιά και κλέφτες να γενείτε
εμένα να, μωρέ παιδιά, εμένα να ρωτήσετε

Εμένα να ρωτήσετε πώς τα περνούν οι κλέφτες
σαράντα χρο, μωρέ παιδιά σαράντα χρόνους έκαμα

Σαράντα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος
ζεστό ψωμί μωρέ παιδιά, ζεστό ψωμί δεν έφαγα

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια
τον ύπνο δε, μωρέ παιδιά, τον ύπνο δεν εχόρτασα

Τον ύπνο δεν εχόρτασα του ύπνου τη γλυκάδα
σε στρώμα δε, μωρέ παιδιά, σε στρώμα δεν επλάγιασα

Σε στρώμα δεν επλάγιασα μηδέ σε μαξιλάρι
το χέρι μου, μωρέ παιδιά, το χέρι μου προσκέφαλο

Το χέρι μου προσκέφαλο και το σπαθί μου στρώμα
και το ντουφέ, μωρέ παιδιά, και το ντουφέκι μου αγκαλιά

Και το ντουφέκι μου αγκαλιά σαν το παιδί η μάνα


Πιδιά μ’ σαν θέ μαύρα πιδιά,
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά
πιδιά μ’ σαν θέλτι λιβιντιά κι κλέφτις να γινείτι,

ιμένα να ρουτήσιτι του τι τραβούν οι κλέφτις.
Δώδικα χρόνους έκανα στους κλέφτις καπιτάνιους.
ν Όλη μιρούλα πόλιμου, του βράδυ καραούλι1.
Ζιστό ψουμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια.
Το χέρι μου προυσκέφαλου κι του σπαθί μου στρώμα,
του έρημου καριόφιλου κόρη στην αγκαλιά μου.



Ο κυρ Βοριάς παράγγειλε νούλω των καραβιώνε.
"Καράβια π' αρμενίζετε, κάτεργα που κινάτε,
εμπάτε 'ς τα λιμάνια σας, γιατί θε να φυσήξω,
ν' ασπρίσω κάμπους και βουνά, να κρυώσω κρυαίς βρυσούλαις,
κ' οσά βρω μεσοπέλαγος, στεργιάς θε να τα ρήξω.
" Κι' όσα καράβια τ' άκουσαν, όλα λιμάνι πιάνουν,
του κυρ Αντριά το κάτεργο μέσα βαθιά αρμενίζει.
"Δε σε φοβούμαι, κυρ Βοριά, φυσήσης δε φυσήσης,
τι έχω καράβι από καρυά και τα κουπιά πυξάρι,
έχω κι' αντέναις προύτζιναις κι' ατσάλενα κατάρτια,
έχω παννιά μεταξωτά, της Προύσας το μετάξι,
έχω και καραβόσκοινα από ξανθής μαλλάκια,
κ' έχω και ναύτες διαλεχτούς, όλο άντρες του πολέμου,
κ' έχω κ' ένα ναυτόπουλο, που τους καιρούς γνωρίζει,
κ' εκεί που στήσω μια φορά την πλώρη δε γυρίζω."

"Ανέβα, βρε ναυτόπουλο, 'ς το μεσιανό κατάρτι,
για να διαλέξης τον καιρό, να ιδής για τον αέρα."
Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίοντας κατεβαίνει.
"Το τι είδες, βρε ναυτόπουλο, αυτού ψηλά που πήγες;
-Είδα τον ουρανό θολό και τάστρα ματωμένα,
είδα τη μπόρα που άστραψε και το φεγγάρι εχάθη,
και 'ς της Αττάλειας τα βουνά αστραχαλάζι πέφτει."
Ώστε να ειπή, να καλοειπή, να καλοκουβεντιάση,
βαρειά φουρτούνα πλάκωσε και το τιμόνι τρίζει,
ασπρογυαλίζει η θάλασσα, σιουρίζουν τα κατάρτια,
σκώνονται κύματα βουνά, χορεύει το καράβι,
σπηλιάδα τού ρθε από τη μια, σπηλιάδα από την άλλη,
σπηλιάδα από τα πλάγια του κ' εξεσανίδωσέ το.
Γιόμισε η θάλασσα παννιά, το κύμα παλληκάρια,
και το μικρό ναυτόπουλο σαράντα μίλλια πάγει.

Όλαις οι μάνναις κλαίγανε κι' όλαις παρηγορειούνται,
μα μια μαννούλα ενού παιδιού παρηγοριά δεν έχει.
Βάνει τοις πέτραις 'ς την ποδιά, τα τρόχαλα 'ς τον κόρφο,
πετροβολάει τη θάλασσα και τροχαλάει το κύμα.
"Θάλασσα πικροθάλασσα και πικροκυματούσα,
πόπνιξες το παιδάκι μου, π' άλλο παιδί δεν έχω.
-Δε φταίω η δόλια θάλασσα, δε φταίω εγώ το κύμα,
μόν φταίει ο πρωτομάστορας που φτειάνει τα καράβια,
και τα πελέκαγε φτενά και τα γυρίζει ο αέρας,
και χάνω τα καράβια μου που είναι δικά μ' στολίδια,
χάνω τα παλληκάρια μου, οπού με τραγουδούνε."

"Γ"

1 σχόλιο: