Translate

ΕΡΩΧΟΣ

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΠΕΡΙΟΧΗΣ

....Σήμερα Παρασκευή, 19 Απριλίου, η Εκκλησία γιορτάζει τον Ακάθιστο ύμνο......

Δευτέρα 25 Ιουλίου 2016

Κώστας Καρυωτάκης: Ένα"Ιδανικός Αυτόχειρας".


Στις 21 Ιουλίου 1928, δίνει τέλος στην ζωή του, σε ηλικία μόλις 32 ετών, ο Κώστας Καρυωτάκης (γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896)  ο σημαντικότερος ποιητής της Γενιάς του ’20, ο "μεγάλος ποιητής" όπως τον αποκάλεσε ο άλλοτε αρνητής του Ανδρέας Εμπειρίκος .
Στο σημερινό μας αφιέρωμα  θα  δείτε , δύο λόγια  για  εκείνον, χαρακτηριστικά ποιήματά του, βίντεο με μελοποιημένους στίχους του από μεγάλους Έλληνες συνθέτες.......

 Ένα μικρό βιογραφικό
 Ο πατέρας του, Γεώργιος Καρυωτάκης, ήταν νομομηχανικός. Μητέρα του ήταν η Κατήγκω Σκαγιάννη. Ο Καρυωτάκης ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας, είχε μια μεγαλύτερη αδερφή τη Νίτσα και ένα μικρότερο αδερφό το Θάνο. Ο πατέρας του ήταν φιλομοναρχικός. Στη ταραγμένη περίοδο των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα ήταν πάγια πρακτική, η μετάθεση δημοσίων υπαλλήλων ανάλογα με τα πολιτικές τους θέσεις. Έτσι οι οικογένεια Καρυωτάκη άλλαζε συχνά τόπους διαμονής. Λευκάδα, Πάτρα, Λάρισα, Καλαμάτα, Αργοστόλι, Αθήνα και Χανιά ήταν οι πόλεις που ο Καρυωτάκης έζησε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1917.
Αρχικά προσπάθησε να ιδιωτεύσει στη δικηγορία, όμως οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και έτσι οδηγήθηκε στη σιγουριά του δημοσίου, μια επιλογή που θα σημαδέψει τη ζωή του. Θεσσαλονίκη, Σύρος, Άρτα και Αθήνα ήταν η μετεφηβική και επαγγελματική του διαδρομή. Το 1928 αποσπάστηκε στη Πάτρα και λίγο αργότερα στη Πρέβεζα. Αυτός θα είναι και ο τελευταίος του σταθμός. Τον Ιούλιο του ίδιου έτους ο Καρυωτάκης γράφει τον επίλογο της ζωής του. Ο Καρυωτάκης πρόλαβε να εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές «Ο πόνος των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919), «Νηπενθή» (1921), «Ελεγεία και Σάτιρες» (1927) αλλά και αρκετά πεζά και μεταφράσεις.

Η μοιραία μέρα
Το 1928 ο Καρυωτάκης βρίσκεται σε μεγάλη απόγνωση. Ίσως να τον είχε επηρεάσει και το ότι έπασχε από σύφιλη. Η αλληλογραφία του με συγγενείς δείχνει την απέχθεια του προς την τοπική κοινωνία της Πρέβεζας και τον επαρχιώτικο τρόπο ζωής. Η απόφαση είχε παρθεί. Στις 21 Ιουλίου του 1928, αγόρασε ένα περίστροφο και επισκέφθηκε ένα τοπικό καφενείο. Πέρασε ώρες μόνος του, καπνίζοντας (Μια μέρα πριν, είχε επισκεφθεί το Μονολίθι και αποπειράθηκε, μάταια, επί 10 ώρες να πνιγεί). Φεύγει αποφασισμένος από το καφενείο και καταλήγει στη παρακείμενη παραλία του Άγιου Σπυρίδωνα. Κάθεται κάτω από έναν ευκάλυπτο και δίνει τέλος στη ζωή του. Στη τσέπη του βρέθηκε ένα σημείωμα που έγραφε:

«Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερο μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική. Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περισσότεροι μαζί με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τα αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος. Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.Κ.Γ.Κ.
[Υ.Γ.] Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Ολη νύχτα απόψε επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου.


Οι στίχοι του, κομμάτια της ζωής του

Στον Καρυωτάκη έχουν προσδώσει διάφορους χαρακτηρισμούς όπως μισάνθρωπος, πεσιμιστής και άλλα διόλου τιμητικά. Επιφανειακά και μόνο, κρύβεται μια αλήθεια σε αυτούς τους χαρακτηρισμούς. Ο Καρυωτάκης σε αρκετές περιπτώσεις αποξενώθηκε, όχι όμως επειδή μίσησε τους ανθρώπους αλλά επειδή μίσησε την εποχή του. Ζητούσε την επανάσταση ακόμα και αν ήξερε πως «το λεύτερο που εσκέφτηκε τραγούδι ποτέ δε θα ειπωθεί».

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος…

Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου,
κι αν έχασα για πάντα τη χαρά,
κι αν σέρνομαι στ’ ακάθαρτα του δρόμου,
πουλάκι με σπασμένα τα φτερά· 

 κι αν έχει, πριν ανοίξει,
το λουλούδι στον κήπο της καρδιά μου μαραθεί, 
το λεύτερο που εσκέφτηκα τραγούδι 
κι αν ξέρω πως ποτέ δε θα ειπωθεί· 

κι αν έθαψα την ίδια τη ζωή μου
10 βαθιά μέσα στον πόνο που πονώ
— καθάρια πώς ταράζεται η ψυχή μου
σα βλέπω το μεγάλον ουρανό, 

η θάλασσα σαν έρχεται μεγάλη,
και ογραίνοντας την άμμο το πρωί, 
15 μου λέει για κάποιο γνώριμο ακρογιάλι,
μου λέει για κάποια που ’ζησα ζωή!

 Η ζωή του ήταν μια συνεχής μάχη με την άρρωστη νοοτροπία εκείνης της περιόδου.

Βίωσε την Ελλάδα της «βρομιάς», του χαμηλού επιπέδου ζωής, των αξιοθρήνητων και οκνηρών δημοσίων υπαλλήλων που «παίρνουν κάστανα, σκέπτονται τους νόμους, σκέπτονται το συνάλλαγμα, τους ώμους σηκώνοντας οι καημένοι». Ο ίδιος υπήρξε δημόσιος υπάλληλος και αυτό τον τσάκισε. Ο Καρυωτάκης ήθελε να αποτραβηχτεί από τη κοινωνία του, και αυτή συχνά του θύμιζε πως ζει μέσα της. Έπρεπε πρώτα να έρθει σε ρήξη με τον ίδιο του τον εαυτό.

«Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό, ανδρείκελα, στης Μοίρας τα τυφλά δυο χέρια χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό, άτονα κοιτώντας, παθητικά, τ’ αστέρια» γράφει στο ποίημα του Ανδρείκελα.


Σαν να μην ήρθαμε ποτέ σ’ αυτήν εδώ τη γη.
Σαν να μένουμε ακόμα στην ανυπαρξία.
Σκοτάδι γύρω κι ούτε μια μαρμαρυγή.
άνθρωποι στων άλλων τη φαντασία.

Από χαρτί πλασμένα κι από δισταγμό
ανδρείκελα στης μοίρας τα τυφλά δυο χέρια,
χορεύουμε, δεχόμαστε τον εμπαιγμό,
άτονα, κοιτώντας παθητικά τ’ αστέρια.

Μακρινή τώρα είναι για μας η κάθε χαρά.
Η ελπίδα και η νιότη έννοια αφηρημένη.
άλλος δεν ξέρει ότι βρισκόμαστε
παρά ο όποιος πατάει επάνω μας καθώς διαβαίνει.

Πέρασαν τόσα χρόνια, πέρασε ο καιρός
κι άμα δεν ήταν η βαθιά λύπη μες στο σώμα
κι άμα δεν ήταν στην ψυχή ο πραγματικός πόνος μας
να λέει ότι υπάρχουμε ακόμα.
      

Δεν παραιτήθηκε από τη ζωή. Πάλεψε να γλεντήσει τη καθημερινότητα ακόμα και αν αυτή, φάνταζε οδυνηρή «Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό κι εμείς θα το γλεντήσουμε το βράδυ,όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό και μέσα μας τον άδη».


Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.

Τ' αστέρια τρεμουλιάζουνε καθώς
το μάτι ανοιγοκλείνει προτού δακρύσει.
Ο κόσμος τω δεντρώνε ρέβει ορθός.
Κλαίει παρακάτου η βρύση.

Από τα σπίτια που είναι σα βουβά,
κι ας μίλησαν τη γλώσσα του θανάτου,
με φρίκη το φεγγάρι αποτραβά
τ' ασημοδάχτυλά του.

Είναι το βράδυ απόψε θλιβερό
κι εμείς θαν το γλεντήσουμε το βράδυ,
όσοι έχουμε το μάτι μας ογρό
και μέσα μας τον άδη.

Οι μπάγκοι μας προσμένουν. Κι όταν βγει
το πρώτο ρόδο στ' ουρανού την άκρη,
όταν θα σκύψει απάνου μας η αυγή
στο μαύρο μας το δάκρυ

θα καθρεφτίσει τ' απαλό της φως.
Γιομάτοι δέος ορθοί θα σηκωθούμε,
τον πόνο του θα ειπεί καθε αδερφός
κι όλοι σκυφτοί θ' ακούμε

Κι ως θα σας λέω για κάτι ωραίο κι αβρό
που σκυθρωποί το τριγυρίζουν πόθοι,
τη λέξη τη λυπητερή θα βρω
που ακόμα δεν ειπώθη.

Μαυροντυμένοι απόψε, φίλοι ωχροί,
ελάτε στο δικό μου περιβόλι,
μ' έναν παλμό το βράδυ το βαρύ
για ναν το ζήσουμ' όλοι.


Ο έρωτας έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή του. Η πρώτη του αγάπη ήταν η Άννα Σκοδρύλη, την οποία γνώρισε ως έφηβος στα Χανιά. Η δεύτερη, και πιο γνωστή, ήταν η ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη. Με τη τελευταία συνδέθηκε ενώ ακόμα δεν είχε ξεχάσει τη πρώτη. Η Πολυδούρη, σε μια απόδειξη απόλυτης αγάπης του ζητάει να παντρευτούν ενώ γνώριζε πως ο Καρυωτάκης έπασχε από σύφιλη.

Υπήρχαν όμως και οι γυναίκες που του δημιουργούσαν αποστροφή «Ζωή σας όλη τα ωραία σας μάτια. Στα χείλη μόνο οι λέξεις των παθών. Ένα έχετ’ όνειρο: τον αγαθόν άντρα σας και τα νόμιμα κρεβάτια». Η ποίηση του σκοτεινή, καταραμένη, όπως των ποιητών που αγάπησε «των Πόε των δυστυχισμένων και των Μπωντλαίρ που εζήσανε νεκροί».

«Φθονούσε» την αθανασία τους, πίστευε πως «μάταια στιχουργούσε» όμως ο Κώστας Καρυωτάκης άλλαξε μια για πάντα την Ελληνική ποίηση. Όσοι μέσα από τους στοίχους του ένιωσαν τι θα πει «νηπενθές» του έδωσαν μια θέση δίπλα στους ήρωές του.


ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΕΙΝΑΙ TOY ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΠΟ ΤΟ TVXS.GR.  ΟΙ ΕΙΚΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑ  ΒΙΝΤΕΟ ΔΙΚΗΣ  ΜΑΣ ΕΠΙΛΟΓΗΣ
                          

Ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη μελοποίησαν  όλοι  σχεδόν  οι  μεγάλοι Έλληνες  συνθέτες. Διαλέξαμε μερικά και  σας  τα  παρουσιάζουμε.

"ΜΟΝΟ"

Μελοποίηση: Γιάννης Σπανός
Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος


Αχ, όλα έπρεπε να 'ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.

'Ετσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν' αφήσω κάποιο δείλι.

Τα ωραία κι απλά κορίτσια --ω, αγαπούλες!--
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να 'ναι,
να παίζουνε τ' αστέρια εκεί σαν μάτια
και σα να μου γελάνε.


                                 
  
"ΠΡΕΒΕΖΑ"

Μουσική: ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΛΕΖΟΣ
Τραγούδι. ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΙΦΥΛΛΙΑΣ


Θάνατος είναι οι κάργιες
που χτυπιούνται στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,
θάνατος οι γυναίκες που αγαπιούνται
καθώς να καθαρίζανε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί κι ασήμαντοι δρόμοι,
με τα λαμπρά μεγάλα ονόματά τους,
ο ελαιώνας πίσω η θάλασσα κι ακόμη
ο ήλιος θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει
για να ζυγίσει μια ελλειπή μερίδα,
θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι
κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα.

Βάσις φρουρά εξηκονταρχία Πρεβέζης.
Την Κυριακή θ’ ακούσουμε τη μπάντα.
Επήρα ένα βιβλιάριο τραπέζης,
πρώτη κατάθεσης δραχμαί τριάντα.

Περπατώντας αργά στην προκυμαία
"Υπάρχω" λες κι ύστερα "Δεν υπάρχεις".
Φτάνει το πλοίο υψωμένη σημαία.
Ίσως έρχεται ο κύριος νομάρχης.

Αν τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους
ένας πέθαινε από αηδία...
Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,
θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία 

                                 
                        Ο ποιητής (δεξιά) και η οικογένειά του, καλοκαίρι του 1913

ΑΦΗΓΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ. ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΙ. ΒΑΣΙΛΗΣ ΠΑΠΑΚΩΣΤΑΝΤΙΝΟΥ.


.. ζωντανούς και νεκρούς τους ποιητές,
τους φιλοσόφους, τους ήρωες, είναι εκείνος που σημάδεψε
περισσότερο την εφηβεία μου. Ο Καρυωτάκης εκεί είναι
επικίνδυνος, την ώρα της εφηβείας. Και αν δεν περνούσα
την εφηβεία μου μες στα χρόνια της κατοχής που τότε
μπήκαν μπροστά άλλες προτεραιότητες από τις μεταφυσικές
και ποιητικές ανησυχίες πιστεύω ότι θ' ακολουθούσα κι εγώ
το δρόμο του Καρυωτάκη. Άλλωστε όταν είσαι 15-16 χρονών,

'40-'41 θυμάμαι ότι ακολουθούσα τα βήματα του Καρυωτάκη
σα να με τραβούσε μ' ένα μαγνήτη... σαν μαγνήτης. Τι ήταν
ο Καρυωτάκης; Σε μία χοάνη μέσα από το διάστημα, ένιωθα
να με τραβούσε συνέχεια. Δεν είναι η ποίησή του η οποία
αναστάτωνε, αλλά ήταν το παράδειγμά του, αυτή η μορφή του,
αυτή η ερωτική μορφή ενός ανθρώπου ο οποίος αφού γράψει
κάτι μετά παίρνει την πένα του τη βυθίζει μες στην καρδιά του
και υπογράφει και λέει αυτός είμαι.

Μίκης: Αυτοί νομίζω ότι η αρρώστια του Καρυωτάκη, δεν είναι
μόνο αρρώστια προσωπική, κρύβει μια ολόκληρη γενιά,
την εποχή του '30 μετά το θάνατό του. Και γι' αυτό όταν
ξαναγύρισα το τραγούδι στους ποιητές δεν μελοποίησα ποτέ
Καρυωτάκη, το φοβόμουνα. Εωσότου μια μέρα πριν από 5
χρόνια 6 χρόνια, ήρθε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο
αγαπημένος μου φίλος και θα 'λεγα και μαθητής αφού
μαζί ξεκινήσαμε, μαζί μου ξεκίνησε στις περιοδείες που κάναμε
το '74-'75 στο εξωτερικό κι ήρθε να μου αναγγείλει ότι
έχει πετύχει, ότι είναι πολύ ευτυχής, αλλά όμως του λείπει
κάτι, θα 'θελε πολύ να τραγουδήσει απ' τους νέους Καρυωτάκη.
Και αυτός μου 'φερε τα βιβλία του Καρυωτάκη, σημείωσε μάλιστα
και τους στίχους που αγαπούσε περισσότερο, γράψε μου
Καρυωτάκη να τραγουδήσω για τη νεολαία μας.

          

.            

"ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ"

Μουσική . ΔΗΜΟΣ ΜΟΥΤΣΗΣ

Τραγούδι. ΧΡΗΣΤΟΣ ΛΕΤΟΝΟΣ


Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φρικτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ίδρως, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημιά των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
«όλα τελείωσαν» ψιθυρίζουν «τώρα»,
πως θ’ αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

"Γ"

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου